ψευδής

ψευδής
-ές, ΝΜΑ
(για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α. «ψευδής φιλία» β. «ψευδής διαβεβαίωση»)
2. τεχνητός, μη φυσικός («ψευδής κόμη» — η περούκα)
3. φρ. α) «ψευδής καταμήνυση»
(νομ.) βλ. καταμήνυση
β) «ψευδής δήλωση»
(νομ.) δήλωση στην οποία ένα πρόσωπο δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά
γ) «ψευδής καρπός»
βοτ. καρπός στον σχηματισμό τού οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα τού ίδιου άνθους, το περιάνθιο ή ο ανθικός άξονας
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που λέει ψέματα
2. (με παθ. σημ.) εξαπατημένος («ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῡσ' ἀνάξια», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψευδής
ο ψεύτης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψευδῆ
τα ψέματα
5. φρ. α) «ψευδὴς φαίνομαι» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να ψεύδομαι (Θουκ.)
β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — αποδεικνύω ότι κάποιος λέει ψέματα (Πλάτ.)
γ) «ψευδεῑς λόγοι» — τα σοφίσματα (Πλάτ.)
δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — καταφεύγω στο ψεύδος (Ηρόδ.)
ε) «ψευδέων ἀγορή»
(στην Αθήνα) μέρος τής αγοράς όπου γινόταν η πώληση πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις τού ανθρώπου (Ιπποκρ.)
στ) «ἥδε ἡ ψευδὴς οὐσία»
(φιλοσ.) ο κόσμος τών αισθήσεων (Πλωτ.).
επίρρ...
ψευδώς / ψευδῶς, ΝΜΑ
1. αντίθετα προς την αλήθεια ή την πραγματικότητα
2. εσφαλμένα
αρχ.
χωρίς λογική βάση, χωρίς λόγο («ψευδῶς γενέσθαι τὸν φόβον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος*, κατά το ἀληθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψευδῆς — ψευδής lying masc/fem acc pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδής — lying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ψεύτικος, μη πραγματικός: Η πληροφορία σου ήταν ψευδής. 2. ανειλικρινής: Του έδωσε ψευδή υπόσχεση. 3. τεχνητός, όχι φυσικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύδης — ψεύ̱δης , ψεῦδις masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • καταμήνυση, ψευδής — (Νομ.). Το αδίκημα της αναγγελίας ή της έγκλησης σε βάρος τρίτου για δήθεν διάπραξη από μέρους του αξιόποινης πράξης ή εκτέλεσης ή παράλειψης άλλων πράξεων (για παράδειγμα, υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου), οι οποίες τον καθιστούν …   Dictionary of Greek

  • ψευδῆ — ψευδής lying neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψευδής lying masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδέστερον — ψευδής lying adverbial comp ψευδής lying masc acc comp sg ψευδής lying neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδεῖ — ψευδής lying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ψευδής lying masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδεῖς — ψευδής lying masc/fem acc pl ψευδής lying masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”